θρόμβος

θρόμβος
ο сгусток;
мед. тромб;

θρόμβος αίματος — сгусток крови


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θρόμβος" в других словарях:

  • θρόμβος — lump masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο 1. πήγμα αίματος: Όταν ένας θρόμβος αποφράξει ένα αγγείο, τότε προκαλείται γάγγραινα. 2. μεγάλη σταγόνα: Θρόμβος ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρόμβοι — θρόμβος lump masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοις — θρόμβος lump masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισι — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισιν — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβον — θρόμβος lump masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβου — θρόμβος lump masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβους — θρόμβος lump masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβων — θρόμβος lump masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»